ευπαράκλητος

ευπαράκλητος
εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐπαράκλητος — easily influenced masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακλήτως — εὐπαράκλητος easily influenced adverbial εὐπαράκλητος easily influenced masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαράκλητον — εὐπαράκλητος easily influenced masc acc sg εὐπαράκλητος easily influenced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαράκλητοι — εὐπαράκλητος easily influenced masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”